- προκατασπείρω
- προκατα-σπείρω,A sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand,
ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατασπείρω — Α 1. σπέρνω εκ τών προτέρων 2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»] … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek